- γυναικονομία
- γυναικονομία, η (Α) [γυναικονόμος]1. αξίωμα τού γυναικονόμου2. πρόνοια για τα ήθη και την ευκοσμία τών γυναικών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυναικονομία — γυναικονομίᾱ , γυναικονομία office of fem nom/voc/acc dual γυναικονομίᾱ , γυναικονομία office of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικονομίαν — γυναικονομίᾱν , γυναικονομία office of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)